Το αριστούργημα του Δανού Carl Dreyer, είναι η τελευταία βωβή ταινία του και χωρίς συζήτηση η καλύτερη απ’ όσες έχουν για θέμα τους τη Ζαν Ντ'Αρκ. Βασισμένο στα επίσημα αντίγραφα των πρακτικών της δίκης της 30ής Μαΐου 1431, το σενάριο γράφεται απ’ τον ίδιο τον Dreyer με τη συμμετοχή του ιστορικού Pierre Champion και συμπυκνώνει όλα τα περιστατικά που διαδραματίστηκαν τις τελευταίες ημέρες τις ζωής της Ζαν Ντ'Αρκ. Ο Dreyer δεν ξύρισε μόνο το κεφάλι της πρωταγωνίστριας, έβαλε κι όλους τους ηθοποιούς να ξυρίσουν την κορυφή του κεφαλιού τους, για να είναι και στιλιστικά στο πνεύμα του 1430, ακόμα κι αυτούς που στις λήψεις είχαν το κεφάλι τους καλυμμένο! Δεν άφησε τους ηθοποιούς ν’ ακούν ούτε καν τη μουσική στη διάρκειά των γυρισμάτων, καθώς δεν ήθελε να «υποδύονται» ή να «παίζουν», ήθελε κάτι πιο γνήσιο και φυσικό. Ο Dreyer ήταν τόσο τελειομανής που οι άνθρωποι που δούλευαν μαζί του, τον θεωρούσαν παράφρονα. Πολλά από τα βασανιστήρια είναι αληθινά και η Falconetti καταρρέει ψυχολογικά σε πολλές σκηνές, γεγονός που δραματοποιεί ακόμα περισσότερο το τελικό αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είναι πάντα αμακιγιάριστη (για περισσότερο ρεαλισμό), γεγονός που συνετέλεσε στην καταστροφή της εικόνας μιας ντίβας που δεν κυκλοφορούσε ποτέ χωρίς μακιγιάζ. Οι σημαντικότερες αρετές της ταινίας είναι η πραγματικά συγκλονιστική ερμηνεία της Falconetti, τα συνεχή γκρό πλάνα στο αμακιγιάριστο πρόσωπό της, οι χαμηλές και μερικές φορές υπερβολικά χαμηλές γωνίες λήψης, τα ντεκόρ στο φόντο με πολύ μικρότερη αναλογία σε σχέση με τους ανθρώπους, έτσι ώστε οι άνθρωποι να εξέχουν όπως στους μεσαιωνικούς πίνακες και η κίνηση της μηχανής με ταχύτητα προς διάφορες κατευθύνσεις. Η Ζαν ντ’ Αρκ είναι ένας άθλος του Dreyer. Τα γκρο πλάνα (κοντινά προσώπου και αντικειμένων) μας βγάζουν από τον γνωστό τρισδιάστατο χώρο, η συνείδηση που έχουμε γι' αυτόν διακόπτεται και ανακαλύπτουμε ότι βρισκόμαστε σε μία άλλη διάσταση, σ' αυτήν της ψυχής. Στο γκρο πλάνο, ο χώρος της ύλης και της εξωτερικής δράσης παραχωρεί την θέση του στον χώρο του πνεύματος και του εσωτερικού σπαραγμού. Ποιος είπε ότι ο κινηματογράφος δεν έχει τα αποκλειστικά δικά του εκφραστικά εργαλεία για να εκφράσει τις διεργασίες της συνείδησης; Ο Dreyer είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς σκηνοθέτες του υπερβατικού ύφους. Η προσεκτική χρήση των κοντινών πλάνων αφήνει τους χαρακτήρες του να ξεδιπλώνονται, καθώς ενδιαφερόταν κυρίως για τις εκφράσεις που εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα πνευματικής διαμάχης. Ο πρώτος δημιουργός του λεγόμενου «εσωτερικού», ή «ψυχολογικού» κινηματογράφου, ήρθε σε κόντρα με τον βασικό κανόνα του κλασικού κινηματογράφου που υπαγορεύει την αλλαγή του πλάνου αμέσως μόλις ολοκληρωθεί η ανάγνωσή του. Ο Dreyer με τα πλάνα μεγάλης διάρκειας δημιουργεί «κενούς χρόνους» (άδειους από αφήγηση), φτιάχνοντας διαλείμματα χωρίς νόημα, που υπογραμμίζουν την ίδια την διάρκεια και εμποδίζουν τον θεατή να ταυτιστεί με τα δρώμενα (έτσι ώστε με την αποστασιοποίηση να τα κρίνει όσο γίνεται πιο «αντικειμενικά») και πετυχαίνει έτσι την περίφημη μπρεχτική αποδραματοποίηση. Για πρώτη φορά γίνεται με τέτοιο δυναμισμό και συστηματικότητα, απόπειρα δημιουργίας μιας κινηματογραφικής γλώσσας των αισθημάτων και όχι των αντικειμένων, καταγραφές της ψυχής και των συναισθημάτων και όχι των χώρων και της δράσης, παρουσίαση των μορφών του πνεύματος και όχι των φαινομένων της ύλης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου